θύμωμα

θύμωμα
(I)
το (Α θύμωμα) [θυμώ (I)]
η οργή, ο θυμός.
————————
(II)
το
ιατρ. σπάνιος πρωτοπαθής όγκος τού θύμου αδένα που θεωρείται πάντοτε κλινικώς κακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymoma < thymo- (πρβλ. θύμος) + -ma κατά τα ελλ. μεταρρηματικά παρ. σε -μα (πρβλ. αγαλλία-μα, εξόγκω-μα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θύμωμα — το, ατος 1. θυμός και ξέσπασμα θυμού: Φοβούμαι το θύμωμά του. 2. διακοπή σχέσεων μεταξύ φίλων, κάκιωμα: Θα του περάσει το θύμωμα και θα μας μιλήσει πάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θύμωμα — θύ̱μωμα , θύμωμα wrath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλιασμα — το μάνιασμα, θύμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσατίλα — η πείραγμα, προσβολή, θύμωμα, ερεθισμός, σκασίλα: Έχω τσατίλα μ αυτά που μου είπε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμώμασιν — θῡμώμασιν , θύμωμα wrath neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”